προφητείᾳ — προφητείᾱͅ , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητεία — η, ΝΜΑ [προφητεύω] 1. το να προφητεύει κανείς, το να προλέγει τα μέλλοντα με θεία έμπνευση (α. «είχε το χάρισμα τής προφητείας» β. «διδασκαλίαν ὡς προφητείαν ἐκχεῶ», ΠΔ. γ. «χάρισμα δ οἶδα πνεύματος θείαν δόσιν. κήρυγμ ἀδήλων τὴν προφητείαν λέγω» … Dictionary of Greek
προφητεία — η η πράξη του προφητεύω, το να προλέγει κανείς τα μέλλοντα, το προμάντεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφητείας — προφητείᾱς , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem acc pl προφητείᾱς , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητείαι — προφητείᾱͅ , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητείαν — προφητείᾱν , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητειῶν — προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητεῖαι — προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητείαις — προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητείη — προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)